- μισθώματος
- μίσθωμαprice agreed on in hiringneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
γαιομισθωτής — ο αυτός που αναλαμβάνει την καλλιέργεια γαιών έναντι μισθώματος, ο σέμπρος … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ενοικιοστάσιο — Αναγκαστική παράταση της μίσθωσης ακινήτων, με καθορισμό του μισθώματος από το κράτος. * * * το νόμος που καθορίζει τα σχετικά με τις μισθώσεις αστικών κτημάτων ζητήματα και που μπορεί να επιβάλει αναγκαστική για τον εκμισθωτή παράταση τής… … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… … Dictionary of Greek
μισθαποχή — μισθαποχή, ἡ (Α) 1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή τού μισθώματος 2. είσπραξη μισθού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. κατ αποχή)] … Dictionary of Greek
μισθοπιπράσκω — (Α) πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
μισθοπρασία — μισθοπρασία, ἡ (Α) [μισθοπιπράσκω] πώληση με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek